Δευτέρα 23 Οκτωβρίου 2017

Συζητώντας με την συγγραφέα Μαίρη Μαγουλά!

   Η αγαπημένη συγγραφέας Μαίρη Μαγουλά απαντά στο ερωτηματολόγιο των ΒιβλιοΑναφορών και, μέσα από τις απαντήσεις της, μας παρουσιάζει, μεταξύ άλλων, «Το πιο μακρύ ταξίδι», το νέο της βιβλίο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ.
     Την ευχαριστώ θερμά που ξέκλεψε κάποιες στιγμές από τον πολύτιμο χρόνο της ώστε να πραγματοποιηθεί η παρούσα συνέντευξη, η οποία φυσικά για το blog και για εμένα προσωπικά είναι μέγιστη τιμή!
      Διαβάστε λοιπόν την συνέντευξη  κι ελάτε λίγο πιο κοντά στο έργο και στην προσωπικότητα της συγγραφέως Μαίρης Μαγουλά!

1. Από τις 19 Οκτωβρίου το δεύτερο βιβλίο σας, «Το πιο μακρύ ταξίδι» απέκτησε μια θέση στις προθήκες των βιβλιοπωλείων! Αφού σας ευχηθώ να είναι καλοτάξιδο, θα σας ζητήσω να μας το παρουσιάσετε με τον δικό σας μοναδικό τρόπο.                                                                                                          
Σας ευχαριστώ για τις ευχές κι εύχομαι σε όλους υγεία, δύναμη και υπομονή. Είμαστε στην Αθήνα τη δεκαετία του ΄50, στα δαιδαλώδη στενά της Πλάκας και των Αναφιώτικων και πιστεύω ότι η τελευταία παράγραφος από το οπισθόφυλλο θα σας δώσει μια χαρακτηριστική εικόνα του περιεχομένου αυτού του μυθιστορήματος. Υπό τους ήχους της λατέρνας που σκορπά τις μελαγχολικές μελωδίες της, νοσταλγοί κι ονειροπόλοι, τελευταίοι προσκυνητές μιας παλιάς πόλης που δεν υπάρχει πια και μιας εποχής που χάθηκε ανεπιστρεπτί, οι ήρωες συναντιούνται, ακουμπούν  ο ένας τον άλλον και με οδηγό το όνειρο κάνουν το πιο μακρύ ταξίδι τους στην αγάπη.

2. Ποιο ήταν το πρώτο ερέθισμα που έπλασε στο μυαλό σας την υπόθεση του νέου σας βιβλίου;                                                                                                               
Κατά τη διάρκεια ενός ανοιξιάτικου περίπατου στην Πλάκα παρατηρούσα γοητευμένη τους δρόμους- ο καθένας με τη δική του ιστορία- τις ιστορικές εκκλησιές, τις ανοιχτόκαρδες ταβέρνες και τα σπίτια. Ένιωσα τη μηχανή του χρόνου να με μεταφέρει σε μια άλλη εποχή. Περπατώντας στα λιθόστρωτα στενά με θέα τα μνημεία ήταν σα να περνούσα ανάμεσα στους αιώνες και σκέφτηκα πως αυτή η περιοχή, στους διάφορους κύκλους της ιστορίας ήταν πάντα μια ζωντανή γειτονιά. Η ματιά μου καρφώθηκε σ’ ένα εγκαταλειμμένο τριώροφο της Τριπόδων, σ’ ένα γκρεμισμένο δίπατο της Ραγκαβά σ’ ένα αρχοντικό της Θουκιδίδου και αναρωτήθηκα ποιους ανθρώπους να στέγαζαν κάποτε αυτά τα σπίτια. Αυτό ήταν και το πρώτο ερέθισμα που έπλασε στο μυαλό μου την υπόθεση αυτού του βιβλίου.

3. Ποιος από τους ήρωες του νέου σας βιβλίου είναι ο αγαπημένος σας; Ποιος σας ταλαιπώρησε να τον αποτυπώσετε στο χαρτί; Και ποιος σας έκανε να κλάψετε μαζί του;                                                                                                          
Ήμουν ολότελα δοσμένη στον κάθε ήρωα όταν η σκέψη και η καρδιά οδηγούσε το χέρι μου να  αποτυπώσει στο χαρτί τη διαδρομή του μέσα στην πλοκή. Όλοι αγαπημένοι μου, ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Αν θα έπρεπε να ξεχωρίσω κάποιον θα έλεγα τον Ανέστη που πέρασε ολόκληρη τη ζωή του προσκολλημένος σε μια εμμονή. Αυτός που με ταλαιπώρησε και συγχρόνως με έκανε να κλάψω ήταν ο επαίτης και η τραγική ιστορία του.

4. Διαβάζοντας ένα βιβλίο ψάχνω πάντα κάτω από τις λέξεις τα μηνύματα που ίσως θέλει ο συγγραφέας να μεταφέρει στους αναγνώστες του. Μπορείτε να μοιραστείτε μαζί μας ένα μήνυμα που οι κεντρικοί ήρωες του νέου βιβλίου σας, θέλουν οπωσδήποτε εμείς οι αναγνώστες να το ''παραλάβουμε'';     

Η δεκαετία του ’50 δεν ήταν μια τυχαία επιλογή από μένα. Υπήρξε μια από τις πιο καθοριστικές για το μέλλον αυτής της πόλης. Γεμάτη από συγκλονιστικά πολιτικά γεγονότα που έλαβαν χώρα την αμέσως μετά τον πόλεμο περίοδο, με μεγάλες αλλαγές στην όψη της πρωτεύουσας αλλά και σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής επηρέασε τους ανθρώπους που βρέθηκαν ανέτοιμοι να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα. Ταλαιπωρημένοι κουβαλώντας το βαρύ φορτίο πολέμων, κατοχής, εμφυλίου και πείνας έπρεπε τώρα να χαράξουν μια νέα πορεία. Πολλοί αγωνίστηκαν στην πατρίδα την ίδια ώρα που χιλιάδες άλλοι εγκατέλειψαν τη χώρα, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη στο εξωτερικό. Ο πόνος και η φτώχεια που ζούσαν στην Ελλάδα, τους ανάγκασε να αποχωριστούν τις οικογένειές τους και να εργασθούν στην ξενιτιά κάτω από άθλιες συνθήκες, για να εξασφαλίσουν ένα κομμάτι ψωμί.   Κι όμως τα κατάφεραν! Ίσως γιατί είχαν ένα όραμα, μια ελπίδα, κάτι περίμεναν. Να λοιπόν που η ιστορία επαναλαμβάνεται και πρέπει οπλισμένοι με δύναμη και υπομονή να συνδράμουμε όλοι στη έξοδο πρώτα από την πνευματική και έπειτα από την οικονομική κρίση.  

5. Πείτε μας τα συναισθήματα ή τις σκέψεις που σας συντρόφευαν την στιγμή που γράφατε την λέξη Τέλος στο «Πιο μακρύ ταξίδι»!

Ένιωσα πως ήταν παραμονές Χριστουγέννων του ’59 και ξαφνικά βρέθηκα μαζί τους στην Πλάκα. Μ’ ένα δίσκο κουραμπιέδες και ψιθυρίζοντας τα κάλαντα πέρασα από τη Ραγκαβά να ευχηθώ στον Ανέστη και τη Μαργαρίτα κι ανηφόρισα τη Διοσκούρων για να βγω στη Θεωρίας να επισκεφτώ τη Φιλαρέτη. Εκεί συνάντησα και τη Μαρία. Επιστρέφοντας βγήκα στο Σύνταγμα και περπατώντας στους στολισμένους δρόμους της πόλης ένιωσα ανακούφιση. Ανακούφιση γιατί όλους τους είχα ¨τακτοποιήσει¨.

6. Ποια επίθετα θα χρησιμοποιούσατε για να προσδιορίσετε το βιβλίο σας;                                                                                                                                  
Αν και αυτό είναι κάτι για το οποίο θα πρέπει να ρωτήσουμε τους αναγνώστες ας δώσω κι εγώ μερικούς χαρακτηρισμούς. Χειμαρρώδες, τρυφερό, διδακτικό, νοσταλγικό, κινηματογραφικό.

7. Ποιος διαβάζει για πρώτη φορά το βιβλίο σας ή κάποιες από τις πρώτες σελίδες του από το οικείο περιβάλλον σας; Δέχεστε την όποια κριτική του και επηρεασμένη από αυτή σπεύδετε να διορθώσετε τις όποιες παρατηρήσεις του -αν φυσικά υπάρχουν!- ή είστε ‘’αμετακίνητη’’ σε ότι έχετε γράψει;                                                                                                          
Ο αδελφός μου. Ακούω την άποψή του αλλά δεν διορθώνω κάτι, όχι γιατί δεν χρειάζεται κάπου διόρθωση, αλλά γιατί ήδη είναι ολοκληρωμένο από μένα όταν του το δίνω. 

8. Πότε ήρθε η συγγραφή στην ζωή της Μαίρης Μαγουλάς; Ποια ανάγκη της ικανοποιεί;                                                                                                         
Ήρθε απρόσμενα σε κάποια δύσκολη περίοδο της ζωής μου. Έψαχνα κάτι για να κρατηθώ, κάτι που θα τραβούσε το ενδιαφέρον και την προσοχή μου και θα με βοηθούσε να βγω από τα αδιέξοδα. Τότε ήρθε η ιδέα να αποτυπώσω στο χαρτί, όλα όσα είχαν καταγραφεί στη μνήμη μου από τα ακούσματα που συνόδεψαν τα παιδικά, εφηβικά και νεανικά μου χρόνια. Το ταξίδι έρευνας και γραφής για τα «Κύματα του Βοσπόρου» απέβη για μένα λυτρωτικό. Στη συνέχεια αποδείχτηκε πως είχα ήδη ¨κολλήσει¨ το μικρόβιο της συγγραφής. Ήθελα να μοιραστώ τον κόσμο μου με τον κόσμο άλλων ανθρώπων, να συνομιλήσω μέσα από τη γραφή με τον εαυτό μου αλλά και με άλλους, να μπω στη σκέψη, στη συμπεριφορά, στα συναισθήματά τους. Αυτό όμως που πάνω από όλα με γοητεύει είναι η έρευνα. Μαγεύομαι όταν σκύβω πάνω σε παλιές εφημερίδες και βιβλία αναζητώντας πληροφορίες γι άλλες εποχές κι άλλους τόπους.

9. Εσείς κατευθύνετε τους ήρωες ή οι ήρωες σας από ένα σημείο και μετά αυτομολούν και κατευθύνουν το χέρι σας κατά την διάρκεια της συγγραφής;                                                                                                           
Ξεκινάμε μαζί αλλά στην πορεία τραβάει ο καθένας τον δικό του δρόμο παρασύροντας και μένα στη διαδρομή τους.

10. Αλήθεια, οι ήρωες των δύο μυθιστορημάτων σας με τους χαρακτήρες και την ιστορία τους, που πάνε μετά το τέλος της συγγραφής; Υπάρχουν σε ένα μέρος του μυαλού σας και ζουν ή ‘’εγκλωβίζονται’’ αιώνια στο χαρτί αφήνοντάς τους εκεί;                                     

Στα «Κύματα του Βοσπόρου» πολλά πρόσωπα ήταν υπαρκτά. Αυτά έρχονται συχνά στη σκέψη μου και αναρωτιέμαι αν έδεσα σωστά την αλήθεια με τη μυθοπλασία. Μα και τους άλλους τους φανταστικούς, όχι δεν τους ξέχασα τους κουβαλώ μέσα μου. Η συγγραφή αυτού του βιβλίου για πολλούς ιδιαίτερους και προσωπικούς λόγους ήταν σταθμός στη ζωή μου. Τώρα για τους ήρωες του δεύτερου βιβλίου μου θα έχω απάντηση αφού περάσει λίγος χρόνος. 

11. Δεύτερο βιβλίο! Βάλτε ένα τίτλο σ' αυτή την συγγραφική σας πορεία που να προσδιορίζει τα συναισθήματά σας!                                                                                                                    
Λύτρωση.

12. Και στα δυο σας βιβλία έχετε επιλέξει να τοποθετήσετε τους ήρωες σας σε εποχές νοσταλγικές και περασμένες. Τι είναι αυτό που σας μαγνητίζει και τοποθετείτε τους ήρωες σας σε εκείνες τις εποχές; Η εποχή μας, άραγε, είναι μια εποχή που μπορεί να εμπνεύσει έναν δημιουργό;                                                                                                                                                   
Ίσως, επειδή μεγάλωσα, να νοσταλγώ τις παλιές εποχές ακόμα κι αυτές στις οποίες δεν έζησα. Δεν κάνω το λάθος να ωραιοποιώ το παρελθόν λόγω των δύσκολων σημερινών συνθηκών και της σύνδεσής του με την περίοδο της νιότης μου, ωστόσο με γοητεύει η έρευνα εκείνων των νοσταλγικών παλαιών εποχών κι εκεί νιώθω την ανάγκη να τοποθετήσω τους ήρωές μου. Αυτό που ζούμε σήμερα θεωρώ πως είναι δύσκολο να εμπνεύσει κάποιον για να γράψει ένα μυθιστόρημα. Από την άλλη βέβαια η δυστυχία, ο πόνος, η προσφυγιά, αποτελούσε πάντα πηγή διέγερσης για όλες τις μορφές της τέχνης, πιστεύω όμως ότι θα πρέπει να περάσει χρόνος, να ωριμάσει «το σήμερα» ώστε να αποτελέσει θεματικό κίνητρο για τους μελλοντικούς συγγραφείς. 

13. Για σας ποια στοιχεία σε ένα βιβλίο σας κάνουν να το χαρακτηρίσετε τελικά ως Λογοτεχνία;        

Θεωρώ πως αν και φαίνεται εύκολο είναι τελικά πολύ δύσκολο να ορίσουμε μονοσήμαντα τι είναι λογοτεχνία. Μέσα από τα βιβλία μου προσφέρω την τέρψη του ¨ταξιδιού¨, ένα κομμάτι γνώσης και τη χαρά να προσεγγίσεις μέσα από το κείμενο τους ήρωες και να μπεις στο μυαλό και στην καρδιά τους. Αυτά είναι ίσως τα στοιχεία που θα μπορούσαν να τα χαρακτηρίσουν ως λογοτεχνία.

14. Διαβάζετε από μικρή; Αν θέλετε πείτε μας τον τίτλο του βιβλίου που σας είχε κάνει εντύπωση όταν ήσασταν ακόμα μαθήτρια.                                             

Ναι, διαβάζω από μικρή. Το «Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα» (Τετραλογία του Μέλιου) του Μενέλαου Λουντέμη και το «Χωρίς οικογένεια» του Έκτορα Μαλό είναι τα βιβλία που θυμάμαι πως μου είχαν κάνει εντύπωση στα μαθητικά μου χρόνια.

15. Υπάρχει κάποιο βιβλίο σύγχρονου συγγραφέα που διαβάσατε και θα θέλατε να το είχατε γράψει εσείς; 

Αρκετά βιβλία που διάβασα τελευταία μου άρεσαν αλλά δεν σκέφτηκα ποτέ πως θα ήθελα να τα είχα γράψει εγώ.

16. Ο αγαπημένος σας σύγχρονος συγγραφέας; Και κλασσικός;                      

Πολλοί είναι οι αγαπημένοι μου συγγραφείς. Ενδεικτικά αναφέρω τους: Carlos Ruiz Zafon και από κλασικούς Καζαντζάκης, Λουντέμης, Τ.Αθανασιάδης και Ντοστογιέφσκι.

17. Θα κάνω την ερώτηση που κάνω στους φίλους που ξέρω πως διαβάζουν: Ποιο βιβλίο διαβάζετε αυτή την περίοδο; 

«Το μυθιστόρημα του Ξενοφώντα» του Τάκη Θεοδωρόπουλου.

18. Προτείνετε μας ένα βιβλίο! 

«Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια» της Harper Lee.

19. Πείτε μας ένα θέμα που θα θέλατε οπωσδήποτε να ασχοληθείτε σε κάποιο από τα επόμενα βιβλία σας.                                                                        

Πολλά γυρίζουν στο μυαλό μου αλλά δεν έχω καταλήξει ακόμα σε κάτι.

20. Κλείνοντας, και αφού σας ευχαριστήσω πολύ για τον χρόνο που διαθέσατε για να απαντήσετε στο ερωτηματολόγιό μου, θα ήθελα να δώσετε ένα μήνυμα που να απευθύνεται σε όλους όσους δεν διαβάζουν λογοτεχνία, προκειμένου αυτό το μήνυμα να συμβάλει στην προτροπή να έρθουν σε επαφή με τον κόσμο του βιβλίου.                                                     

Η τακτική ανάγνωση βιβλίων ακονίζει το μυαλό, προσφέρει ηρεμία και ενισχύει την ικανότητα του ανθρώπου να κατανοεί τα συναισθήματα και τις συμπεριφορές των ανθρώπων γύρω του. Εξασφαλίζει άνεση στον λόγο, εκλεπτυσμένη σκέψη, περισσότερη φαντασία και δημιουργικότητα.

Κλείνοντας θα ήθελα να σας ευχαριστήσω κι εγώ για το ενδιαφέρον και για τις ξεχωριστές ερωτήσεις που μου θέσατε.

****

Υπόθεση Οπισθόφυλλου:

Αθήνα, δεκαετία του 1950, στα δαιδαλώδη στενά της Πλάκας και των Αναφιώτικων, υπό τον ιερό βράχο της Ακρόπολης, ξετυλίγονται οι ζωές µιας χούφτας κατοίκων: 
Του Ανέστη του αµαξά που µεγαλώνει µόνος τον εγγονό του Νικόλα και είναι προσκολληµένος στον ανεκπλήρωτο πόθο του για τη γυναίκα µε τη «µαρµάρινη οµορφιά».
Του ώριµου και γοητευτικού µεγαλοαστού Ανδρέα ∆ροσινού, που ανακαλύπτει τον εαυτό του µα και τον ίδιο τον προορισµό του σε µια απαγορευµένη ερωτική σχέση µε τη Μαρία, τη γυναίκα της διπλανής πόρτας. 
Της Κωνσταντινουπολίτισσας συγγραφέα Φιλαρέτης Αληθινού, που, σηµαδεµένη από ένα νεανικό πάθος, έχει αφιερωθεί στις φιλίες της και στις φιλολογικές συγκεντρώσεις στο νεοκλασικό αρχοντικό της. 
Της έφηβης Μαργαρίτας, που βρίσκει τον πρίγκιπα των παραµυθιών στον µυστηριώδη επαίτη της γειτονιάς µε τα πράσινα µάτια και την ασηµένια ταυτότητα. 
Υπό τους ήχους της λατέρνας που σκορπά τις µελαγχολικές µελωδίες της, νοσταλγοί κι ονειροπόλοι, τελευταίοι προσκυνητές µιας παλιάς πόλης που δεν υπάρχει πια και µιας εποχής που χάθηκε ανεπιστρεπτί, οι ήρωες του συγκινητικού αυτού µυθιστορήµατος συναντιούνται, ακουµπούν ο ένας στον άλλον και µε οδηγό το όνειρο κάνουν το πιο µακρύ ταξίδι τους στην αγάπη…



Βιογραφία Συγγραφέως:

Η Μαίρη Μαγουλά γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και µεγάλωσε στην Αθήνα. Αποφοίτησε από το τµήµα ∆ιοίκησης Επιχειρήσεων του Οικονοµικού Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης και εργάστηκε στο ∆ηµόσιο για τριάντα χρόνια. Ζει στο Πόρτο Ράφτη. 
Έργα της: ΤΑ ΚΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΒΟΣΠΟΡΟΥ και ΤΟ ΠΙΟ ΜΑΚΡΥ ΤΑΞΙΔΙ.


Δήμητρα Κωλέτη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου